- αἱμορραγοῦσα
- αἱμορραγέωhave a haemorrhagepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἱμορραγούσας — αἱμορραγούσᾱς , αἱμορραγέω have a haemorrhage pres part act fem acc pl (attic epic doric) αἱμορραγούσᾱς , αἱμορραγέω have a haemorrhage pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρινορραγία — (Ιατρ.). Λέγεται και επίσταξη. Απώλεια αίματος από τις ρινικές κοιλότητες. Η πιο συνηθισμένη αιτία είναι η ρήξη κιρσών των φλεβών που είναι συχνοί σε μια ορισμένη περιοχή του ρινικού διαφράγματος (locus Valsalvae)· αίτια που την ευνοούν είναι το… … Dictionary of Greek